Πέμπτη, Μαΐου 24, 2007

Αληθινο παραμυθι...

Μια φορά και ένα καιρο ήταν ένα χωριό πάνω σε ένα ψηλό βουνό μακρυά από ολους. Το χωριό ήταν πολύ φτωχό ,τόσο πολύ που όλοι οι κάτοικοι του ξενιτεύονταν για την αναζήτηση μιας καλύτερης μοίρας και κατέβαιναν στην πολη. Φυσικά δεν γύρναγαν ποτέ για τον απλό λόγο ότι αν κάποιος έχει μάθει στα δύσκολα κάτι ευκολότερο , όσο δύσκολο και να είναι για τους άλλους αυτός το χει περάσει οπότε προχωράει. Έτσι λοιπόν το χωριό κόντευε να ερημώσει και οι λίγοι γέροι κάτοικοι που χαν μείνει σε πείσμα της εύκολης ζωής τα έβγαζαν δύσκολα πέρα.
Ορεινό το χωριό όπως είπαμε, πέτρα πάνω στην πέτρα, δεν φύτρωνε τίποτα παρά μόνο αγριόχορτα και κάποια λίγα καρποφόρα δεντράκια. Οι χωριανοί είχαν αρχίσει να απογοητεύονται και να παρατάνε τα χωράφια τους και μόνο ο δάσκαλος πάλευε να τους πείσει οτι θα βρεθεί τρόπος.
Να απογευματάκι λοιπόν εκεί που καθόταν ο δάσκαλος στον αυλόγυρο της εκκλησιάς και κοίταγε απελπισμενος τα χωράφια κάτω στην πλαγιά που τα στάχυα μαραίνονταν γιατί δεν άντεχαν το στεγνό ξερό και γεμάτο πέτρες έδαφος, παρατήρησε δίπλα στα αγριόχορτα , ανάμεσα στα ξερά στάχυα , και ένα μεστό ,δυνατό ,γεμάτο ζωη. Ετσι λοιπόν αντί να το παρατήσει καθάρισε γύρω γύρω την περιοχή μην το πνίξουν τα αγριόχορτα,έβαλε και μια πρόχειρη περίφραξη και πήγαινε κάθε λίγο και το περιποιούνταν. Το σταχυ μεγαλωνε σιγα σιγα...Όταναν ήρθε ο καιρός το έκοψε,έκρυψε τους σπόρους του και τον επόμενο χρόνο τους έσπειρε σε ένα μικρο κοματι απο από τον κήπο του...Βγήκαν 15-20 στάχυα που το καθένα έδωσε άλλους 15-20 σπόρους και αυτοί με την σειρά τους άλλους τόσους μέχρι που ο κήπος του δάσκαλου γέμισε ολος. Ετσι έσπειρε την καινούργια σοδιά σε χωράφι, και τον επόμενο χρόνο πάλι το ίδιο και πάλι και πάλι, μέχρι που ολόκληρη η πλαγιά γέμισε με χρυσοκίτρινα χωραφια. Βλεποντας ότι η σοδιά είναι καλή , ο δάσκαλος αποφάσισε με τους χωρικούς να πουλήσει όσο δεν χρειάζονταν και μιας που η ποιότητα ήταν πολύ καλή κατάφερε να μαζέψει αρκετά χρήματα ώστε να κάνει αρδευτικά εργα. Ετσι λοιπόν το χωριό μπόρεσε να βάλει και άλλα οπωροκηπευτικά , ακόμα και ζώα... Μετά από λίγο καιρο η μικρή κοινωνία του βουνού είχε γίνει πια ένας παράδεισος που χαιρόσουν να τον βλέπεις...
Οι γείτονες λοιπόν , από το παραδίπλα χωριό που δεν είχαν καταφέρει να κάνουν κάτι ανάλογο ζήλεψαν, αλλά αντί να ζητήσουν βοήθεια για να φτιάξουν τον τόπο τους έβαλαν με το μυαλό τους να τους τον παρουν. Ετσι λοιπόν κίνησαν αρματωμένοι για το χωριό, μόνο που οι χωρικοί ποναγαν τον τόπο που είχαν χύσει αίμα και ιδρώτα και κατάφεραν να τον υπερασπιστούν μετά από πολλές αψιμαχίες και απατεωνιές από τους ξένους.
Μαθαίνοντας τα νέα οι ξενιτεμένοι γύρισαν αλλά καθώς είχαν καλομάθει στη ζωή της πόλης , δεν μπορούσαν να προσφέρουν τίποτα πια , μόνο κάθονταν στο καφενείο του χωριού χαζεύοντας και πίνοντας τρώγοντας από τα έτοιμα..
Έτσι περνώντας ο καιρός όταν ήρθε ο χρόνος να αναλάβουν τα κτήματα των δικών τους μη μπορώντας να ανταποκριθούν στη δύσκολη ζωή του αγροτη τα παράτησαν και καταπιάστηκαν να κάνουν αυτό που ήξεραν τόσο καιρο.. να κουτσοδουλευουν και να τρώνε από τα έτοιμα....
Οι γείτονες όμως παραμόνευαν.. έτσι κίνησαν ένα βράδυ και μπήκαν μέσα στο χωρίο αμαχητί.. βλέπεις δεν τους ένοιαζε τους νέους χωρικούς για τα κτήματα.. δεν είχαν πονέσει ούτε δουλέψει γι αυτά... δεν είχαν μνήμες ξεπεσμού..
Και ρήμαξε πάλι ο τόπος..

 
eXTReMe Tracker